κέρκιος

κέρκιος
κέρκιος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κέρκιος — κέρκιος, ὁ (Α) μσν. σφοδρός άνεμος που πνέει βορειοδυτικά αρχ. άνεμος θρασκίας* ή θρακίας*, κν. θρακιάς*, που πνέει από τη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cercius] …   Dictionary of Greek

  • κερκίους — κέρκιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκίων — κέρκιον neut gen pl κέρκιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκίῳ — κέρκιον neut dat sg κέρκιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκιον — neut nom/voc/acc sg κέρκιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”